.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ; - Alfred Richard Orage



Έγινε τελευταία στη Νέα Εποχή μια ευγενική επίπληξη επειδή γινόταν χρήση των λέξεων, «Θεός» και «ψυχή», σαν να είχαν ένα συγκεκριμένο νόημα.

Ναι, και αν μπορούσα να είχα πειστεί για το λάθος μας, θα είχα πειστεί από το επιχείρημα.

Αλήθεια, ποιο ήταν το επιχείρημα;

Ότι αυτόι οι όροι έχουν ακόμη τόση ιδεοληπτική, θεολογική δύναμη, που προς το παρόν είναι επικίνδυνο να τους χρησιμοποιούμε δημόσια. Η κοινή γνώμη πρέπει να περάσει απ’οτο καθαρτήριο του αθεϊσμού και του υλισμού πριν να είναι έτοιμη για μεταφυσική χωρίς θεολογία. Αλλά η απάντησή μου ήταν ότι δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Νέα Εποχή είναι ένα όργανο της κοινής γνώμης του σήμερα, αλλά της κοινής γνώμης του αύριο. Οι αναγνώστες μας, στην πραγματικότητα, έχουν διασχίσει την Ερυθρά Θάλασσα του υλισμού και τον Ιορδάνη του αθεϊσμού. Μπορούμε, κατά συνέπεια, με ασφάλεια να χρησιμοποιούμε τους παλιούς, παραδοσιακούς όρους με ένα εξαγνισμένο νόημα. Μπορούμε να πούμε «ενοχή» χωρίς να προκαλέσουμε τους κακούς συνειρμούς της λέξης, και παρόμοια η λέξη «Θεός» και η λέξη «ψυχή» είναι ανοιχτές τώρα για μας να τις χρησιμοποιήσουμε χωρίς προϊδεασμούς.

Αλλά είναι συγκεκριμένα τα νοήματα που μπορούν να συνδεθούν με αυτούς τους όρους;

Είναι τώρα, αν και βέβαια, δεν ήταν για αρκετούς αιώνες. Ο τελευταίος άνθρωπος στην Ευρώπη που χρησιμοποίησε τις λέξεις «Θεός» και «ψυχή» ως ακριβείς όρους, ήταν πιθανότατα ο Ακινάτης. Μετά από αυτόν το χάος! Ο Λούθηρος, είμαι σίγουρος, δεν είχε πιο ακριβή ιδέα τι εννοούσε με τη λέξη «Θεός» απ’ ότι είχε ο στρατηγός Μπουθ. Και οι δύο άντρες ήταν κρυφά ανθρωπομορφιστές. Και αυτοί, θα παρατηρήσετε, είναι οι σχετικά κλασικοί θεϊστές: εννοώ ότι πράγματι επέμειναν σε μια πάγια εικόνα. Το υπόλοιπο σώμα των πιστών, από την άλλη μεριά, ήταν πολύ διεισδυτικό για να θεωρήσει το Θεό ως έναν άνθρωπο, και καθόλου μεταφυσικο, για να θεωρήσει το Θεό καθαρά ως μια ιδέα. Κατά συνέπεια, βρισκόταν μέσα σε ομίχλη, και έβλεπαν το Θεό και την ψυχή ως φωσφορισμούς των βάλτων, ως κάτι το ασύλληπτο, ως στήλες καπνού, και τελικά, ως απολύτως τίποτα. Για αυτούς, ο Θεός και η ψυχή είχαν πάψει να έχουν οποιαδήποτε πραγματική ύπαρξη: οι λέξεις ήταν άδειες. Αλλά τώρα έχουμε επιστρέψει, νομίζω, στη δυνατότητα του ορισμού – ορισμού που είναι ξάστερος. Δεν υπάρχει τίποτα το ασαφές, για παράδειγμα, στον ορισμό του «Θεού» ως «η αιτία των αρχικών διευθετήσεων της ύλης». Μπορείτε να πείτε, εάν θέλετε, ότι δεν υπάρχει τίποτα, απαραίτητα ευχάριστο σε αυτόν τον ορισμό, τίποτα ουσιαστικά ευεργετικό, τίποτα, στην πραγματικότητα, που να συνδέεται παραδοσιακά με το θεολογικό Θεό. Το αντίθετο, βρίσκω στις φυσικές διευθετήσεις της ύλης τα πάντα, εκτός από ένα – συγκεκριμένα, την «ψυχή».

Και ο ορισμός σας για την ψυχή, εάν θυμάμαι καλά, είναι η συνειδητότητα, ή αυτό που αντιλαμβάνεται την εκδήλωση των διευθετήσεων της ύλης;

Ναι, αυτό είναι σωστό. Αλλά θα συνειδητοποιήσετε τη δυσκολία του να αποκτήσουμε μια ξεκάθαρη αντίληψη για αυτό, αφού είμαστε αυτό. Η ψυχή δεν μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό της, αφού δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και το υποκείμενο και το αντικείμενο της γνώσης. Όπως δεν μπορούμε να ζητήσουμε από έναν άνθρωπο να ανέβει στους δικούς του ώμους ή από ένα πουλί να πετάξει πάνω από τον εαυτό του, έτσι είναι και για την ψυχή το να είναι ένα αντικείμενο της δικής της γνώσης. Ο γνώστης, πάντοτε παραμένει άγνωστος στον εαυτό του.

Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση η ψυχή θα έπρεπε πάντοτε να παραμένει άγνωστη!

Με κανέναν τρόπο. Πρώτον, υπάρχει μια μορφή γνώσης που δεν απαιτεί ένα υποκείμενο και ένα αντικείμενο. Είναι η γνώση της αμεσότητας. Αυτό που συνήθως ονομάζουμε γνώση, είναι το σύνολο των συμπερασμάτων μας από τις αισθητικές εντυπώσεις: δηλαδή δεν αποκομίζεται άμεσα, αλλά έμμεσα, μέσα από μια σειρά εντυπώσεων και συμπερασμάτων. Αλλά υπάρχει αυτό το άλλο μέσο γνώσης που αφήνει κατά μέρος το ένα ή το άλλο, ή, στο τέλος, όλα τα διάμεσα. Η διαίσθηση, για παράδειγμα, αφήνει κατά μέρος το ένα από τα συνηθισμένα βήματα. Η ιδιοφυία, αφήνει κατά μέρος δύο βήματα. Αλλά αυτό που οι άγιοι ονομάζουν φώτιση, τα αφήνει κατά μέρος όλα. Δεύτερον, όπως δεν μπορούμε να κοιτάξουμε κατευθείαν τον ήλιο, αλλά μπορούμε να κοιτάξουμε την αντανάκλασή του στο νερό ή ακόμη και στο φεγγάρι, έτσι πιστεύω, η ψυχή αντανακλάται στο νου, και μπορεί έμμεσα, και βέβαια, μονάχα εν μέρει, να γίνει γνωστή με αυτό το μέσο. Τουλάχιστον, είναι προφανές ότι υπάρχουν περισσότερα στο νου από όσα έχει βάλει εκεί η αισθητική εντύπωση.

Σαν τι, για παράδειγμα;

Λοιπόν, χωρίς να ξυπνήσουμε το διαφιλονικούμενο φάντασμα της καταγωγής της λογικής (την οποία παρεμπιπτόντως, δεν μπορώ να την θεωρήσω, όπως οι σημερινοί ψυχολόγοι την θεωρούν, ως ένα εξελικτικό αποτέλεσμα του ενστίκτου), θα υποδείξω τι, κατά τη γνώμη μου, οφείλει ο νους στην λαμπρή εγγύτητα της ψυχής. Η επιθυμία και η ελπίδα για αθανασία είναι, βέβαια, αδιαμφισβήτητες. Κανένα ζώο δεν τα φέρει μέσα του. Από την άλλη μεριά, έχει υποστηριχτεί ότι η ελπίδα της αθανασίας που φέρει ο ανθρώπινος νους είναι ένα απλό αντιστάθμισμα στην ανθρώπινη πρό-γνωση της θνητότητας, μια πρό-γνωση που επίσης δεν κατέχουν τα ζώα. Αλλά βρίσκω αυτόν τον πόθο αθανασίας τόσο συνυφασμένο με άλλα χαρακτηριστικά και δυνάμεις του νου, που το να τον θεωρήσουμε σαν ένα απλό αντιστάθμισμα της πρό-γνωσής μας για τον σωματικό θάνατο, είναι αδύνατον. Το αντίθετο, κάθε ευγενικό χαρακτηριστικό που διακρίνει το ανθρώπινο γένος προέρχεται από την πίστη στην αθανασία της ψυχής.

Αλλά ακόμη και αν ισχύει αυτό, η αλήθεια της αθανασίας δεν θα αποδεικνυόταν, έτσι δεν είναι;

Σύμφωνοι. Αλλά θυμηθείτε ότι αυτό που τώρα αναζητούμε είναι μια αντανάκλαση της φύσης της ψυχής, στο νου. Δεν ψάχνουμε για μια διανοητική αντίληψη ικανή να αποδειχτεί λογικά. Σύμφωνα με τη λογική, η αλήθεια της αθανασίας μπορεί να αποδειχτεί μόνο μέσα από τις αισθητικές εντυπώσεις. Και αφού αυτές προς το παρόν αποκλείονται, η αθανασία δεν αποδεικνύεται λογικά. Από την άλλη μεριά, πρέπει να εξηγήσουμε την παρουσία της πίστης στο νου γενικότερα. Για να χρησιμοποιήσουμε μια παλιά περιγραφή, εάν ένα καθαρό κρύσταλλο ξαφνικά φαίνεται κόκκινο, βγάζουμε το συμπέρασμα ότι ένα κόκκινο αντικείμενο έχει τοποθετηθεί κοντά του και αντανακλάται στο κρύσταλλο. Παρόμοια, εάν εμφανίζεται ένα πιστεύω στο νου χωρίς καμία αντιληπτή προέλευση, μπορούμε ή όχι, να συμπεράνουμε ότι οφείλεται στη γειτνίαση με ένα μη-αντιληπτό αντικείμενο; Η αντανάκλαση της ψυχής στο νου, θεωρώ, προκάλεσε, εδώ, την πίστη στην αθανασία – μια πίστη που δεν βασίζεται στη λογική και δεν προέρχεται από τις αισθητικές εντυπώσεις αλλά παρόλ’ αυτά είναι μια πίστη.

Αλλά σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει μια τέτοια πίστη στο νου. Θα συμπεράνουμε ότι αν η πίστη στην αθανασία δεν υπάρχει στο νου, η ψυχή του ανθρώπου είναι κάπου μακριά ή εντελώς απούσα;

Δεν είναι απαραίτητο, νομίζω, να βγάλουμε αυτό το συμπέρασμα. Πολλά περισσότερα μπορεί να υπάρχουν στο νου από όσα έχει ονειρευτεί η συνειδητότητα της έκφρασης. Το σύνολο των διατυπωμένων πιστεύω μας μπορεί να είναι, και συνήθως είναι, πολύ λιγότερο από το σύνολο των πιστεύω μας, σύμφωνα με τα οποία συνήθως ενεργούμε. Σε πολλές περιπτώσεις, πράγματι, αρνούμαστε ουσιαστικά στα λόγια, αυτό που οι πράξεις μας αποδεικνύουν στην πραγματικότητα ότι πιστεύουμε. Και αυτό εξηγεί, ίσως, και την ευγενή συμπεριφορά των δηλωμένων άθεων και την αναξιοπρεπή συμπεριφορά πολλών δηλωμένων πιστών, γύρω από την αθανασία της ψυχής.

Τότε, στην πραγματικότητα, δεν αποδίδεις μεγάλη σημασία στην πίστη;

Όχι στις πίστεις που συνήθως μπορούν να εκφραστούν. Η λεκτική πίστη ενός ανθρώπου μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την πίστη σύμφωνα με την οποία ενεργεί. Είναι ένας πολύ σπάνιος νους, αυτός που πιστεύει αυτό που κάνει, και κάνει αυτό που πραγματικά πιστεύει. Αλλά μόνο σε έναν τέτοιο νου, η σκέψη, το συναίσθημα και η πράξη είναι πραγματικά ένα.

Αναγνωρίζοντας τότε, ότι τα πορίσματα του νου δεν είναι συνήθως για να βασιζόμαστε πάνω τους, τι στοιχεία υπάρχουν ότι η ψυχή πραγματικά λειτουργεί πάνω ή μέσω του νου; Εάν ο νους δεν το αντιλαμβάνεται απαραίτητα αυτό, πως μπορεί ο ίδιος ο άνθρωπος να το αντιληφθεί;

Έχω πει ότι υπάρχουν τα δύο μέσα. Το πρώτο είναι με την αμεσότητα και το δεύτερο είναι με ένα είδος επαγωγής. Είναι δυνατόν, πιστεύω, για την ψυχή, να γνωρίσει τον εαυτό της με μια πράξη αμεσότητας που προς το παρόν μπορούμε να ονομάσουμε συνειδητοποίηση. Αλλά είναι επίσης δυνατόν να ανακαλύψουμε την ψυχή όπως και να μάθουμε τη φύση της εξετάζοντας τις αντανακλάσεις της στο νου. Πρέπει να αναρωτηθούμε, τι χαρακτηριστικά υπάρχουν στο νου που μοιάζουν να έχουν μη-απτή προέλευση. Και, δεύτερον, μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτά τα χαρακτηριστικά τη φύση της δύναμης ή της ψυχής που τα παράγει εκεί.




Alfred Richard Orage
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
ΔΟΚΙΜΙΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΕΙΣ
για την εσωτερική εξέλιξη του ανθρώπου
Μετάφραση Στρατής Παπαναγιώτου
Εκδόσεις Πτερόεσσα 2006


Δεν υπάρχουν σχόλια: