.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΩΝ ΚΟΠΑΔΙΩΝ VIII – ALBERTO CAEIRO [FERNANDO PESSOA]


Ένα μεσημέρι στο τέλος της άνοιξης
είδα ένα όνειρο σαν φωτογραφία:
τον Ιησού Χριστό να κατεβαίνει στη Γη.

Ήρθε απ' την πλαγιά ενός βουνού
κι είχε γίνει πάλι παιδί,
έτρεχε, κυλιόταν στο χορτάρι
ξερίζωνε λουλούδια και τα πετούσε,
γελούσε δυνατά για να τον ακούν μακριά.

Το 'χε σκάσει απ' τον ουρανό.
Ήταν πολύ δικός μας για να παριστάνει
το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας.
Στον ουρανό ήταν όλα ψεύτικα, όλα αταίριαστα
με τα λουλούδια, τα δέντρα, τις πέτρες.
Στον ουρανό έπρεπε να είναι πάντα σοβαρός
και κάποιες φορές να ξαναγίνεται άνθρωπος
να ανεβαίνει στο σταυρό και να πεθαίνει πάντα
με ένα στεφάνι όλο αγκάθια γύρω γύρω
τα πόδια καρφωμένα μ' ένα τεράστιο καρφί
κι ένα κουρέλι στη μέση του
σαν αυτό που φοράν οι νέγροι στις εικονογραφήσεις.
Μήτε τον άφηναν να έχει πατέρα και μητέρα
σαν τα άλλα παιδιά.

Ο πατέρας του ήταν δύο πρόσωπα:
ένας γέρος που τον έλεγαν Ιωσήφ, ξυλουργός το επάγγελμα
που δεν ήταν πατέρας του.
Ο άλλος ήταν ένα ηλίθιο περιστέρι
το μοναδικό άσχημο περιστέρι αυτού του κόσμου
γιατί δεν ήταν αυτού του κόσμου μήτε και περιστέρι.
Η μάνα του δεν είχε αγαπήσει πριν τον αποκτήσει.
Δεν ήταν γυναίκα. Ήταν μια σκευοθήκη
που μέσα της ήρθε από τον ουρανό.
Κι ήθελαν αυτός, που γεννήθηκε μόνο από μητέρα,
και δεν είχε ποτέ πατέρα για να τον αγαπήσει και
να τον σέβεται,
να κηρύσσει την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη!

Μια μέρα που ο Θεός κοιμόταν
και το Άγιο Πνεύμα πετούσε τριγύρω,
πήγε στο κουτί με τα θαύματα κι έκλεψε τρία.
Με το πρώτο έκανε να μην καταλάβει κανείς πως
το 'χε σκάσει.
Με το δεύτερο έγινε για πάντα άνθρωπος και παιδί.
Με το τρίτο έκανε έναν Χριστό αιώνια εσταυρωμένο
και τον άφησε καρφωμένο στο σταυρό που υπάρχει
στον ουρανό
και χρησιμεύει για πρότυπο όλων των σταυρών.
Έπειτα ανέβηκε ως τον ήλιο
και κατέβηκε με την πρώτη αχτίδα που βρήκε.

Σήμερα ζει μαζί μου στο χωριό.
Είναι ένα παιδί φυσιολογικό μ' ωραίο γέλιο,
σκουπίζει τη μύτη με το δεξί του χέρι,
τσαλαβουτάει στους νερόλακκους,
κόβει λουλούδια, τ' αγαπάει και τα ξεχνάει.
Πετάει πέτρες στα γαϊδούρια,
κλέβει τα φρούτα απ' τα περβόλια
και τρέχει κλαίγοντας και ουρλιάζοντας απ' τα σκυλιά.
Κι επειδή ξέρει πως δεν τους αρέσει,
και πως όλοι το βρίσκουν αστείο,
παίρνει στο κατόπι τα κορίτσια
που περπατάνε παρέα
με το σταμνί στο κεφάλι
και τους σηκώνει τα φουστάνια.

Εμένα μου τα 'μαθε όλα.
Μου 'μαθε να κοιτάζω τα πράγματα.
Μου δείχνει όλα τα πράγματα που υπάρχουν στα λουλούδια.
Μου λέει πόσο οι πέτρες είναι χαριτωμένες
όταν τις κρατάμε στο χέρι
και τις κοιτάζουμε προσεκτικά.
Μου λέει πράγματα πολύ κακά για το Θεό.
Λέει πως είναι ένας γέρος ανόητος και άρρωστος
που όλο φτύνει στο πάτωμα
και λέει χυδαιότητες.
Η παρθένος Μαρία περνάει τα απογεύματα της
αιωνιότητας πλέκοντας κάλτσες.
Και το Άγιο Πνεύμα ξύνεται με το ράμφος του
κι ανεβαίνει στις καρέκλες και τις βρομίζει.
Όλα στον ουρανό είναι ανόητα σαν την Καθολική
Εκκλησία.
Μου λέει πως ο Θεός δεν καταλαβαίνει τίποτα
από τα πράγματα που δημιούργησε -
«Αν είναι αυτός που τα δημιούργησε, για το οποίο
αμφιβάλλω» -.
«Λέει, παραδείγματος χάρη, ότι τα πλάσματα
τραγουδούν τη δόξα του.
Αλλά τα πλάσματα δεν τραγουδούν τίποτα.
Αν τραγουδούσαν θα ήταν τραγουδιστές.
Τα πλάσματα υπάρχουν κι αυτό είν' όλο,
γι' αυτό λέγονται πλάσματα».

Κι ύστερα, αποκαμωμένος να κακολογεί το Θεό,
ο Χριστούλης κοιμάται στο στήθος μου
και τον πηγαίνω αγκαλιά στο σπίτι.

...............................................................................

Μένει μαζί μου, στο σπίτι μου στα μισά του λόφου.
Είναι το αιώνιο Παιδί, ο Θεός που έλειπε.
Είναι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο ον,
είναι ένα θεϊκό ον που χαμογελάει και παίζει.
Γι' αυτό ακριβώς γνωρίζω με κάθε σιγουριά
πως είναι ο αληθινός Χριστούλης.

Κι αυτό το τόσο ανθρώπινο παιδί που είναι θεϊκό
είναι η καθημερινή μου ζωή του ποιητή,
κι ακριβώς επειδή πηγαίνει πάντα μαζί μου εγώ
είμαι πάντα ποιητής,
και το ελάχιστο βλέμμα μου
με γεμίζει αισθήσεις,
και ο μικρότερος ήχος, απ' ό,τι και να 'ναι,
μοιάζει να μιλάει μαζί μου.

Το Νέο Παιδί που κατοικεί μαζί μου
δίνει το ένα χέρι σ' εμένα
και το άλλο σε ό,τι υπάρχει
κι έτσι περπατάμε κι οι τρεις μας στον κάθε δρόμο,
πηδώντας και τραγουδώντας και γελώντας
απολαμβάνοντας το κοινό μας μυστικό
που είναι να ξέρουμε όπου και να 'μαστε
πως δεν υπάρχει μυστήριο στον κόσμο
και πως όλα αξίζουν τον κόπο.

Το Αιώνιο Παιδί με συνοδεύει πάντα.
Η κατεύθυνση του βλέμματός μου είναι το
δάχτυλό του που δείχνει.
Η ακοή μου προσεκτικά εύθυμη σε όλους τους ήχους
είναι τα γαργαλητά που κάνει, παίζοντας, στ' αυτιά μου.

Τα πάμε τόσο καλά ο ένας με τον άλλον
συντροφιά με τα πάντα
που ποτέ δεν σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλον.,
αλλά ζούμε μαζί όντας δυό
σε μια μυστική συμφωνία
όπως το αριστερό χέρι με το δεξί.

Το σούρουπο παίζουμε πεντόβολα
στο κατώφλι του σπιτιού,
σοβαροί όπως αρμόζει σ' ένα θεό κι έναν ποιητή,
σαν ο κάθε βόλος
να ήταν το σύμπαν ολόκληρο
και είναι γι' αυτόν μεγάλος κίνδυνος
να τον αφήσεις να πέσει χάμω.

Ύστερα εγώ του διηγούμαι ιστορίες μόνο για τα
πράγματα των ανθρώπων
κι αυτός χαμογελάει γιατί όλα είναι απίστευτα.
Γελάει με τους βασιλιάδες και μ' αυτούς που δεν
είναι βασιλιάδες,
και λυπάται σαν ακούει να μιλάν για πολέμους,
και για εμπόρια, και καράβια
που μένουν καπνός στον αέρα της ανοιχτής θάλασσας.
Γιατί αυτός ξέρει πως απ' όλα αυτά λείπει εκείνη
η αλήθεια
που έχει το άνθος όταν ανθίζει
και το φως του ήλιου
σαν αλλάζει τα βουνά και τις πλαγιές
και κάνει τους ασβεστωμένους τοίχους να πονάν τα
βλέφαρα.

Έπειτα αποκοιμιέται κι εγώ τον βάζω για ύπνο.
Τον παίρνω αγκαλιά και τον πηγαίνω σπίτι,
τον βάζω για ύπνο, γδύνοντάς τον αργά
σαν να ακολουθώ ένα τελετουργικό πολύ καθαρό
και μητρικό ώσπου να μείνει ολόγυμνος.

Κοιμάται μέσα στην ψυχή μου
και κάποιες φορές ξυπνάει τη νύχτα
και παίζει με τα όνειρά μου.
Μερικά τα γυρίζει ανάποδα,
κι άλλα τα βάζει το ένα πάνω στ' άλλο
και χειροκροτεί μονάχος
χαμογελώντας στον ύπνο μου.

................................................................................

Όταν θα πεθάνω, γιόκα μου,
ας γίνω εγώ το παιδί, το πιο μικρό.
Πάρε με τότε στην αγκαλιά σου
και πήγαινέ με σπίτι σου.
Γδύσε το ανθρώπινο και κουρασμένο είναι μου
και ξάπλωσέ με στο κρεβάτι σου.
Αν ξυπνήσω, διηγήσου μου ιστορίες
για να ξανακοιμηθώ.
Και δώσε μου από τα όνειρά σου για να παίζω
ώσπου να γεννηθεί μια μέρα
που εσύ ξέρεις ποια θα είναι.

..............................................................................

Αυτή είναι η Ιστορία του Χριστούλη μου.
Για ποιο λόγο που να τον καταλαβαίνουμε
να μην είναι αυτή πιο αληθινή
από όλα όσα σκέφτονται οι φιλόσοφοι
κι όλα όσα οι θρησκείες μας διδάσκουν;



FERNANDO PESSOA
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΚΑΕΪΡΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: