.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ – Marcel Mauss / Henri Hubert


Θέτουμε ως προσωρινή υπόθεση εργασίας ότι στις διάφορες κοινωνίες η μαγεία ανέκαθεν διακρινόταν επαρκώς από τα άλλα συστήματα κοινωνικών φαινομένων. Αν πράγματι ισχύει αυτό, όχι μόνο μπορούμε να πιστέψουμε ότι η μαγεία αποτελεί μια διακριτή τάξη φαινομένων, αλλά και ότι επιδέχεται έναν σαφή ορισμό. Τον ορισμό αυτό θα πρέπει να τον διαμορφώσουμε εμείς οι ίδιοι, αφού δεν μπορούμε να δεχτούμε ως «μαγικά» τα ενεργήματα που χαρακτηρίστηκαν ως τέτοια από αυτούς που τα τέλεσαν ή τα παρακολούθησαν. Γιατί αυτοί θεωρούν τα πράγματα από μια υποκειμενική σκοπιά που δεν είναι απαραίτητα και επιστημονική. Μια θρησκεία αποκαλεί μαγικά τα κατάλοιπα προγενέστερων μορφών λατρείας έστω και αν οι τελετουργίες αυτές τελούνται ακόμα κατά τρόπο θρησκευτικό. Αυτή η εκδοχή έχει ήδη επιβληθεί σε κάποιους επιστήμονες. Για παράδειγμα ένας λαογράφος της κλάσεως του [W.] Skeat θεωρεί μαγικές τις αρχαίες αγροτικές τελετουργίες των Μαλαισίων. Κατά τη γνώμη μας, ο όρος μαγεία πρέπει να αναφέρεται μόνο στα γεγονότα που θεωρούνται μαγικά από ολόκληρη την κοινωνία και όχι από ένα τμήμα της. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι κοινωνίες δεν είχαν πάντα μια σαφή αντίληψη της μαγείας τους και ότι η επίγνωση αυτή, όπου επιτεύχθηκε, απαίτησε μακρόχρονες διαδικασίες. Δεν αναμένουμε λοιπόν να ανακαλύψουμε ευθύς αμέσως του όρους ενός ιδεώδους ορισμού, ο οποίος δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο ως συμπέρασμα μιας μελέτης πάνω στις σχέσεις μαγείας και θρησκείας.
Η μαγεία περιλαμβάνει δρώντα πρόσωπα, πράξεις και αναπαραστάσεις. Ονομάζουμε μάγο το άτομο που τελεί μαγικές πράξεις, ακόμα και αν δεν είναι επαγγελματίας. Ονομάζουμε μαγικές αναπαραστάσεις τις ιδέες και τις δοξασίες που αντιστοιχούν στις μαγικές πράξεις. Όσο για τις ίδιες τις πράξεις σε σχέση με τις οποίες ορίσαμε τα υπόλοιπα στοιχεία της μαγείας, τις αποκαλούμε μαγικές τελετουργίες. Προέχει να διακρίνουμε από τώρα τις πράξεις αυτές από τις κοινωνικές πρακτικές με τις οποίες ενδέχεται να συγχέονται.
Οι μαγικές τελετουργίες και το σύνολο της μαγείας είναι κατά πρώτο λόγο φαινόμενα παραδοσιακά. Πράξεις που δεν επαναλαμβάνονται δεν είναι μαγικές. Όπως επίσης δεν είναι μαγικές οι πράξεις που δεν θεωρούνται δραστικές από ολόκληρη την κοινωνική ομάδα. Η μορφή των τελετουργιών είναι κατ’ εξοχήν μεταβιβάσιμη και κυρώνεται από την κοινή γνώμη. Κατά συνέπεια οι πράξεις που είναι αυστηρά ατομικές όπως λ.χ. οι ιδιαίτερες προλήψεις των χαρτοπαικτών, δεν μπορεί να ονομαστούν μαγικές.
Οι παραδοσιακές πρακτικές που ενδεχομένως συγχέονται με τις μαγικές πράξεις είναι: οι νομικές πράξεις, οι τεχνικές και οι θρησκευτικές τελετουργίες. Η μαγεία συνδέθηκε με το σύστημα της νομικής υποχρέωσης για το λόγο ότι σε πολλά μέρη υπάρχουν λέξεις και χειρονομίες που υποχρεώνουν και δεσμεύουν, επίσημες δηλαδή μορφές κύρωσης. Οι νομικές πράξεις έχουν συχνά ένα τελετουργικό χαρακτήρα και το συμβόλαιο, οι όρκοι, η θεοκρισία έχουν κατά κάποιον τρόπο μια μυστηριακή πλευρά. Ωστόσο οι πράξεις αυτές εμπεριέχουν κάποια τελετουργικά στοιχεία δίχως οι ίδιες να συνιστούν τελετουργίες. Στο μέτρο που έχουν μια ιδιαίτερη δραστικότητα, και κάνουν κάτι περισσότερο από το να εδραιώνουν συμβατικές σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, δεν είναι νομικές, αλλά μαγικές ή θρησκευτικές. Οι τελετουργικές πράξεις, αντίθετα, είναι από τη φύση τους ικανές να παράγουν κάτι άλλο από απλές συμβάσεις΄ είναι εξόχως δραστικές΄ είναι δημιουργικές, πράττουν. Οι μαγικές τελετουργίες μάλιστα γίνονται ιδιαίτερα αντιληπτές με αυτόν τον τρόπο. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε πολλές φορές αντλούν το όνομά τους από αυτόν ακριβώς το δραστικό χαρακτήρα τους: στην Ινδία, η λέξη που αντιστοιχεί καλύτερα στη λέξη τελετουργία είναι το karman, πράξη΄ η βασκανία είναι το κατ’ εξοχήν factum, krtya. Η γερμανική λέξη Zauber έχει την ίδια ετυμολογία, ενώ άλλες γλώσσες ακόμα χρησιμοποιούν για να προσδιορίσουν τη μαγεία λέξεις που η ρίζα τους σημαίνει πράττω.
Αλλά και οι τεχνικές δημιουργούν. Οι χειρονομίες που εμπεριέχουν θεωρούνται επίσης δραστικές. Από αυτήν την άποψη, το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας δυσκολεύεται να τις διακρίνει από τις τελετουργίες. Εξάλλου, δεν υπάρχει ούτε ένας σκοπός από αυτούς που επιτυγχάνουν επίπονα οι τέχνες και οι τεχνουργίες μας, που να θεωρείται ακατόρθωτος από τη μαγεία. Καθώς τείνουν προς τους ίδιους σκοπούς, συνεργάζονται κατά τρόπο φυσικό και ο συνδυασμός τους είναι μόνιμο φαινόμενο, που πραγματοποιείται όμως σε ποικίλες αναλογίες. Γενικά, στο ψάρεμα, στο κυνήγι και στη γεωργία, η μαγεία τοποθετείται στην υπηρεσία της τεχνικής και την επικουρεί. Άλλες τέχνες μπορούμε να πούμε πως είναι εξ ολοκλήρου εμβαπτισμένες στη μαγεία. Τέτοιες είναι η ιατρική και η αλχημεία στις οποίες η τεχνική πλευρά ήταν για πολύ καιρό σχεδόν αμελητέα, ενώ η μαγική πλευρά δέσποζε. Εξαρτιόνταν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό από τη μαγεία που φαίνεται σάμπως να αναπτύχθηκαν μέσα από τους κόλπους της. Η ιατρική πράξη όχι μόνο περιβάλλεται, ως τις μέρες μας σχεδόν, από θρησκευτικές και μαγικές συνταγές, προσευχές, επωδές, αστρολογικές προλήψεις, αλλά ακόμα και τα φάρμακα, οι δίαιτες του γιατρού, οι κινήσεις του χειρουργού συνιστούν ένα αληθινό πλέγμα συμβολισμών, συμπαθητικών, ομοιοπαθητικών και ετεροπαθητικών ενεργειών που στην πραγματικότητα συλλαμβάνονται ως μαγικές. Η δραστικότητα της τελετουργίας και της τέχνης δεν διακρίνονται, αλλά εμφανίζονται στο νου ταυτόχρονα και ενιαία.
Η σύγχυση είναι ακόμη πιο εύκολη όταν ο παραδοσιακός χαρακτήρας της μαγείας διαπλέκεται με τις τέχνες και τις τεχνικές. Οι αλληλουχίες των χειρονομιών του τεχνίτη και του μάγου είναι ομοιόμορφα ρυθμισμένες. Ωστόσο, οι τέχνες και η μαγεία διαχωρίστηκαν παντού, καθώς γινόταν αισθητή μια κάποια αδιόρατη διαφορά μεθόδου ανάμεσά τους. Στις τεχνικές το αποτέλεσμα νοείται ως προϊόν μιας μηχανικής διαδικασίας. Γνωρίζουμε ότι προκύπτει άμεσα από τον συντονισμό χειρονομιών, εργαλείων και φυσικών παραγόντων. Το αποτέλεσμα προκύπτει άμεσα από το αίτιο. Τα προϊόντα είναι ομοιογενή με τα μέσα: η ρίψη κινεί το ακόντιο και το μαγείρεμα γίνεται με τη φωτιά. Επιπλέον, η παράδοση υπόκειται στο συνεχή έλεγχο της εμπειρίας η οποία υποβάλλει σε δοκιμασία την αξία των τεχνικών γνώσεων. Μάλιστα η ύπαρξη των τεχνών εξαρτάται από την συνεχή αντίληψη αυτής της ομοιογένειας ανάμεσα στα αίτια και στα αποτελέσματα. Όταν μια πρακτική είναι ταυτόχρονα μαγική και τεχνική, το μαγικό μέρος είναι αυτό που διαφεύγει από αυτό τον ορισμό. Έτσι σε μια ιατρική πρακτική, οι λέξεις, οι επωδές, οι τελετουργικές ή αστρολογικές προδιαγραφές είναι μαγικές΄ εκεί κατοικούν οι απόκρυφες δυνάμεις και τα πνεύματα, εκεί βασιλεύει ένας ολόκληρος κόσμος ιδεών που προσδίδει στις κινήσεις, στις τελετουργικές χειρονομίες μια άκρως ειδική δραστικότητα που διαφέρει από τη μηχανική. Το απτό αποτέλεσμα των χειρονομιών δεν θεωρείται ως το πραγματικό αποτέλεσμα. Γιατί το δεύτερο ξεπερνά πάντα το πρώτο και, όπως είναι φυσικό, δεν ανήκουν στην ίδια τάξη΄ όταν, για παράδειγμα, προκαλούν βροχή αναταράσσοντας τα νερά μιας πηγής με ένα ραβδί. Εδώ βρίσκεται το ίδιον των τελετουργιών που μπορούμε να ονομάσουμε παραδοσιακές πράξεις μιας ιδιάζουσας δραστικότητας.

Καταλήξαμε στον ορισμό της τελετουργίας όχι όμως και στον ορισμό της μαγικής τελετουργίας την οποία πρέπει τώρα να διακρίνουμε από την θρησκευτική. Ο Frazer όπως είδαμε μας πρότεινε κάποια κριτήρια. Πρώτο κριτήριο: η μαγική τελετουργία είναι συμπαθητική. Αλλά αυτό είναι ανεπαρκές. Όχι μόνον υπάρχουν μαγικές τελετουργίες που δεν είναι συμπαθητικές, αλλά επιπλέον η συμπάθεια δεν αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα της μαγείας αφού υπάρχουν συμπαθητικές πράξεις και στη θρησκεία. Όταν ο αρχιερέας, στον ναό της Ιερουσαλήμ, στη γιορτή του Souccoth (Σκηνοπηγίας), έχυνε νερό πάνω στο βωμό με τα χέρια υψωμένα, είναι προφανές ότι τελούσε μια συμπαθητική τελετουργία με σκοπό να προκαλέσει βροχή. Όταν ο ινδουϊστής ιερουργός, κατά τη διάρκεια μιας επίσημης θυσίας, παρατείνει ή συντομεύει κατά βούληση τη ζωή του ιλαστηρίου θύματος ακολουθώντας την πορεία που συνοδεύει τη σπονδή, η τελετουργία του είναι κατ’ εξοχήν συμπαθητική. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, τα σύμβολα είναι σαφέστατα΄ η τελετουργία φαίνεται να δρα από μόνη της. Ωστόσο και στις δυο περιπτώσεις είναι κατ’ εξοχήν θρησκευτική: οι ιερουργοί που τις τελούν, οι χώροι, οι θεότητες που είναι παρούσες, η επισημότητα των πράξεων, οι προθέσεις των παρισταμένων στη λατρεία, δεν μας αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ως προς αυτό. Άρα, οι συμπαθητικές τελετουργίες μπορεί να είναι εξίσου μαγικές όσο και θρησκευτικές.
Το δεύτερο κριτήριο που πρότεινε ο Frazer είναι ότι η μαγική τελετουργία δρα συνήθως αυτόνομα, ότι καταναγκάζει, ενώ η θρησκευτική τελετουργία λατρεύει και συμφιλιώνει. Η μια έχει μια άμεση μηχανική δράση, η άλλη δρα έμμεσα μέσα από ένα είδος ευλαβικής πειθούς΄ αυτός που την τελεί είναι ένας πνευματικός μεσολαβητής. Όμως η διάκριση αυτή απέχει πολύ από το να είναι επαρκής΄ γιατί συχνά και η θρησκευτική τελετουργία καταναγκάζει και ο θεός, στις περισσότερες αρχαίες θρησκείες, ήταν ανίκανος να αποτρέψει το σκοπό μιας τελετουργίας που έγινε σύμφωνα με τους τύπους. Επιπλέον δεν είναι ακριβές, όπως άλλωστε θα δούμε, ότι όλες οι μαγικές τελετουργίες έχουν μια άμεση επίδραση, αφού στη μαγεία και πνεύματα υπάρχουν και θεοί κάνουν την εμφάνισή τους. Τέλος, το πνεύμα, θεός ή διάβολος, δεν υπακούει πάντοτε μοιραία στις προσταγές του μάγου, ο οποίος συχνά υποχρεώνεται να το ικετέψει με προσευχές.
Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε άλλα κριτήρια. Για να τα βρούμε, θα προχωρήσουμε προβαίνοντας διαδοχικά σε κάποιες διακρίσεις.
Ανάμεσα στις τελετουργίες, υπάρχουν ορισμένες που είναι αναμφίβολα θρησκευτικές: είναι οι επίσημες, δημόσιες, υποχρεωτικές, τακτικές τελετουργίες, όπως οι γιορτές και τα μυστήρια. Ωστόσο, υπάρχουν και τελετουργίες αυτού του τύπου τις οποίες ο Frazer δεν αναγνώριζε ως θρησκευτικές: γι’ αυτόν, όλες οι τελετές των Αυστραλών, οι περισσότερες από τις τελετές μύησης, εξαιτίας των συμπαθητικών τελετουργιών που περιλαμβάνουν, είναι μαγικές. Στην πραγματικότητα οι τελετουργίες των κλαν στους Arunta, οι λεγόμενες τελετουργίες intichiuma – οι φυλετικές τελετουργίες μύησης – έχουν ακριβώς τη σημασία, τη βαρύτητα και την ιερότητα που υποβάλλει η λέξη θρησκεία. Τα τοτεμικά είδη και οι τοτεμικοί πρόγονοι που παρίστανται σε αυτές τις τελετουργίες είναι από εκείνες τις δυνάμεις που εμπνέουν σεβασμό ή φόβο και η παρέμβαση των οποίων συνιστά για τον ίδιο τον Frazer ένδειξη θρησκευτικής πράξης. Γίνεται μάλιστα επίκληση σε αυτές και κατά τη διάρκεια των τελετών.
Υπάρχουν αντίθετα άλλες τελετουργίες που είναι κατά κανόνα μαγικές. Είναι οι κακόβουλες επωδές και γητειές΄ έτσι τις χαρακτηρίζουν μονίμως το δίκαιο και η θρησκεία. Αθέμιτες καθώς είναι, απαγορεύονται ρητά και τιμωρούνται. Εδώ η απαγόρευση δηλώνει κατά τρόπο τυπικό τον ανταγωνισμό ανάμεσα στη μαγική και τη θρησκευτική τελετουργία. Αυτή είναι που προσδίδει το μαγικό χαρακτήρα στις κακόβουλες επωδές και επήρειες, γιατί υπάρχουν θρησκευτικές τελετουργίες που είναι εξίσου βλαπτικές. Τέτοιες είναι ορισμένες περιπτώσεις devotio [καθοσίωσης], οι αναθεματισμοί κατά του εχθρού της πολιτείας, κατά του τυμβωρύχου ή του επίορκου και γενικά όλες οι τελετουργίες θανάτου που περιβάλλονται από εθιμικές απαγορεύσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι υπάρχουν επωδές που δεν είναι βλαπτικές παρά μόνο για εκείνους που τις φοβούνται. Το γεγονός της απαγόρευσης οριοθετεί ολόκληρη τη σφαίρα της μαγείας.
Τα δύο αυτά άκρα αποτελούν θα λέγαμε τους δύο πόλους της μαγείας και της θρησκείας: ο ένας πόλος είναι η θυσία και ο άλλος η μαγγανεία. Οι θρησκείες δημιουργούν πάντοτε κάποιο ιδεώδες προς το οποίο απευθύνονται οι ύμνοι, οι ευχές, οι θυσίες και το οποίο προφυλάσσουν οι απαγορεύσεις. Αυτές τις περιοχές, η μαγεία τις αποφεύγει. Τείνει προς την κακοποιό επήρεια γύρω από την οποία οργανώνονται οι μαγικές τελετουργίες και η οποία παρείχε ανέκαθεν στην ανθρωπότητα μια πρώτη αδρή και γενική αντίληψη για τη μαγεία. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, εκτείνεται μια συγκεχυμένη μάζα φαινομένων ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των οποίων δεν είναι άμεσα προφανής. Πρόκειται για πρακτικές που δεν είναι ούτε απαγορευμένες, ούτε επιβεβλημένες με κάποιο ειδικό τρόπο. Υπάρχουν θρησκευτικές πράξεις που είναι ατομικές και προαιρετικές, όπως υπάρχουν και μαγικές πράξεις που είναι θεμιτές. Είναι, αφενός οι περιστασιακές πράξεις λατρείας του ατόμου και αφετέρου οι μαγικές πρακτικές που συνδέονται με τεχνικές, όπως είναι για παράδειγμα η ιατρική. Ένας δικός μας χωρικός που εξορκίζει τους αρουραίους από τον αγρό του, ένας Ινδιάνος που ετοιμάζει τα πολεμικά του φάρμακα, ένας Φιλανδός που μαγεύει το κυνηγετικό του όπλο, επιδιώκουν σκοπούς καθόλα θεμιτούς και τελούν πράξεις καθόλα επιτρεπτές. Η συγγένεια της μαγείας με τη λατρεία του οίκου είναι τέτοια που στη Μελανησία λ.χ. η μαγεία περιλαμβάνεται στη σειρά των τελετουργικών που απευθύνονται στους προγόνους. Δεν αρνούμαστε τη δυνατότητα αυτών των συγκερασμών, πιστεύουμε μάλιστα ότι πρέπει να εμμείνουμε σε αυτούς, αφήνοντας έστω για αργότερα την εξήγησή τους. Προς το παρόν σχεδόν θα αποδεχτούμε τον ορισμό του Grimm, ο οποίος θεωρούσε τη μαγεία «ένα είδος θρησκείας που απευθυνόταν στις κατώτερες σφαίρες της οικιακής ζωής». Όμως όσο ενδιαφέρον και αν παρουσιάζει για μας η συνέχεια ανάμεσα στη μαγεία και τη θρησκεία, αυτό που τώρα προέχει πάνω απ’ όλα είναι να ταξινομήσουμε τα φαινόμενα, συνεπώς, να απαριθμήσουμε ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά βάσει των οποίων θα μπορούσαμε να τα αναγνωρίσουμε. Γιατί η συγγένειά τους δεν εμπόδισε τους ανθρώπους να συναισθανθούν τη διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη τελετουργιών και επομένως να τις τελούν με τρόπο που να φανερώνει ότι έχουν επίγνωση της διαφοράς. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε τα γνωρίσματα εκείνα που θα μας επιτρέψουν να κάνουμε την κατάλληλη ταξινόμηση.
Κατ’ αρχάς, οι μαγικές τελετουργίες και οι θρησκευτικές τελετουργίες έχουν συχνά διαφορετικά δρώντα υποκείμενα, δεν τελούνται από τα ίδια άτομα. Όταν κατ΄ εξαίρεση ο ιερέας τελεί μια μαγική πράξη, συμπεριφέρεται διαφορετικά από ό,τι όταν εκτελεί τα συνηθισμένα καθήκοντά του: γυρίζει την πλάτη στο βωμό, χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι αντί για το δεξί κ.ο.κ.
Υπάρχουν ωστόσο πολλά άλλα σημεία που πρέπει να κατατάξουμε. Κατ’ αρχάς η επιλογή του χώρου τέλεσης της μαγικής τελετουργίας. Αυτή δεν διεξάγεται γενικά μέσα στο ναό ή πάνω στον οικιακό βωμό΄ διεξάγεται συνήθως μέσα στα δάση, μακριά από τις κατοικίες, μέσα στη νύχτα, τη σκιά, ή τις απόκρυφες γωνιές του σπιτιού, δηλαδή κάπου απόμερα. Ενώ η θρησκευτική τελετουργία τα αποφεύγει. Ακόμα και όταν είναι θεμιτή, κρύβεται σαν την κακοποιό μαγγανεία. Ακόμα και όταν είναι αναγκασμένος να ενεργήσει μπροστά σε κοινό, ο μάγος προσπαθεί να ξεφύγει απ’ αυτό΄ η χειρονομία του γίνεται συγκαλυμμένη και τα λόγια του ακατάληπτα. Ο μάγος-θεραπευτής και ο χειροπράκτης που λειτουργούν μπροστά στην οικογενειακή συνάθροιση, ψελλίζουν μέσα από τα δόντια τις μαγικές τους επωδές, καλύπτουν επιδέξια τις κινήσεις τους και κρύβονται πίσω από προσποιητές ή πραγματικές εκστάσεις. Έτσι ενώ είναι μέσα στην κοινωνία, ο μάγος απομονώνεται, πόσο μάλλον όταν αποτραβιέται στα βάθη των δασών. Ακόμα και απέναντι στους συναδέλφους του κρατάει σχεδόν πάντα απόμακρη στάση, φυλάγεται. Η απομόνωση, όπως το μυστικό, είναι ένα σημείο που προσιδιάζει σχεδόν απόλυτα στη βαθύτερη φύση της μαγικής τελετουργίας, η οποία τελείται πάντα από ένα άτομο ή από άτομα που δρουν ιδιωτικά. Η πράξη και ο δράστης τυλίγονται μέσα σε ένα μυστήριο.
Τα διάφορα αυτά σημεία δεν κάνουν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από το να εκφράζουν την αθρησκεία της μαγικής τελετουργίας΄ είναι και τη θέλουν να είναι αντιθρησκευτική. Πάντως δεν ανήκει σε κάποιο από αυτά τα οργανωμένα συστήματα που ονομάζουμε λατρείες. Αντιθέτως μια θρησκευτική πρακτική, ακόμα και όταν είναι συγκυριακή ή προαιρετική, είναι πάντα προβλέψιμη, προδιαγεγραμμένη και επίσημη. Αποτελεί τμήμα κάποιας λατρείας. Τα δώρα που προσφέρονται στις θεότητες με την ευκαιρία ενός τάματος ή μιας εξιλαστήριας θυσίας για κάποια αρρώστια είναι πάντοτε, σε τελική ανάλυση, μια τακτή, υποχρεωτική, αναγκαία μάλιστα, απότιση τιμής, έστω και αν γίνεται οικειοθελώς. Η μαγική τελετουργία, αντίθετα, έστω και αν κάποτε είναι εκ των πραγμάτων περιοδική (όπως στην περίπτωση της αγροτικής μαγείας) ή αναγκαία, όταν αποβλέπει σε ορισμένους σκοπούς (στη θεραπεία για παράδειγμα), θεωρείται πάντα παράτυπη και ανορθόδοξη ή τουλάχιστον όχι τόσο ευυπόληπτη. Οι ιατρικές τελετουργίες, όσο και αν προβάλλονται ως χρήσιμες και θεμιτές, δεν ενέχουν την ίδια επισημότητα ούτε το ίδιο αίσθημα του εκπληρωμένου καθήκοντος που συνεπάγεται μια εξιλαστήρια θυσία ή ένα τάμα προς μια θεραπευτική θεότητα. Η προσφυγή στον μάγο-θεραπευτή, στον κάτοχο του φετίχ ή του πνεύματος, στο χειροπράκτη, στο μάγο, γίνεται από ανάγκη και όχι από ηθική υποχρέωση.
Έχουμε ωστόσο και παραδείγματα μαγικής λατρείας. Όπως είναι η λατρεία της Εκάτης στην ελληνική μαγεία, της Αρτέμιδος και του διαβόλου στη μαγεία του Μεσαίωνα και η όλη λατρεία ενός από τους σημαντικότερους θεούς των ινδουιστών, του Rudra-Shiva. Όμως πρόκειται εδώ για φαινόμενα που διαμορφώθηκαν δευτερογενώς και αποδεικνύουν απλούστατα ότι οι μάγοι συγκρότησαν για λογαριασμό τους μια λατρεία, με πρότυπο τις θρησκευτικές λατρείες.
Καταλήγουμε έτσι σε ένα προσωρινώς επαρκή ορισμό της μαγικής τελετουργίας. Ονομάζουμε λοιπόν μαγεία κάθε τελετουργία που δεν αποτελεί μέρος μιας οργανωμένης λατρείας, είναι ιδιωτική, απόκρυφη, μυστηριακή και τείνει προς το απαγορευμένο. Με τον ορισμό αυτό και λαμβάνοντας υπ’ όψη τα πρόσθετα στοιχεία της μαγείας που προαναφέραμε, έχουμε μια πρώτη προσέγγιση της έννοιας της μαγείας. Θα έγινε ίσως αντιληπτό ότι η μαγεία δεν ορίζεται από τη μορφή των τελετουργιών της, αλλά από τους όρους παραγωγής της, οι οποίοι σηματοδοτούν με τη σειρά τους τη θέση που κατέχουν οι τελετουργίες αυτές μέσα στο σύνολο των κοινωνικών εθίμων.

Marcel Mauss / Henri Hubert
Σχεδίασμα μιας Γενικής Θεωρίας Για τη Μαγεία
Μετάφραση Θεόδωρος Παραδέλλης
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2003


Δεν υπάρχουν σχόλια: